- τριοδόντιον
- τρῐοδόντ-ιον, τό, Dim. ofA
τριόδους 11.1
, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριόδους 11.1
, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριοδόντιον — τὸ, Α [τριόδους, οντος] μικρός τριόδους* … Dictionary of Greek